ποθίερος

ποθίερος
ποθίερος, ον, [dialect] Dor. for προς-,
A dedicated, τοῦ θεοῦ to him, SIG672.13 (Delph., ii B.C.); τὰ π. καὶ δαμόσια ib.671A4 (ibid., ii B.C.);

μνᾶς π. τριάκοντα Ἀρχ. Δελτ. 2.264

([place name] Phocis).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποθίερος — ον, Α (δωρ. τ.) ιερός, αφιερωμένος σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἱερός, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ προ δασυνόμενης λ.] …   Dictionary of Greek

  • προσίερος — ὁ, Α ο ποθίερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἱερός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”